Με άκουσες, όταν σου είπα το αντίο;
Θυμάμαι ακόμα την ημέρα που σε πήρα από το καταφύγιο ζώων.
Ήταν ένα ηλιόλουστο και όμορφο πρωινό σαν τις στιγμές που έμελλε να μου χαρίσεις.
Μου είπαν ότι ήσουν μόλις 10 μηνών, κάτι ανάμεσα σε Labrador και τσοπανόσκυλο. Ζύγιζες τότε περίπου 25 Κγρ.
Η γυναίκα μου και εγώ θέλαμε έναν μικρότερο σκύλο, αλλά όταν έσμιξαν οι ματιές μας αμέσως κατάλαβα τη λαχτάρα και την προσδοκία σου να ελευθερωθείς.
Πραγματικά, δεν μπόρεσα να αντισταθώ. Όμως, το ήξερες αυτό, έτσι δεν είναι;
Κατάφερες σε μόνο λίγη ώρα να ρίξεις το φρούριο της καρδιάς μου.
Όταν βγήκαμε από το καταφύγιο δεν πήδηξες επάνω μου από χαρά, όπως θα έκανε κάθε άλλος σκύλος σε ανάλογη περίπτωση.
Ήθελες να δείξεις καλή διαγωγή, ε; Μα φυσικά το ήθελες.
Ήσουν τόσο όμορφος, παρόλο που το λείο χρυσαφί σου τρίχωμα μαύριζε στις ρίζες του από την βιαστική προσπάθεια καθαρισμού σου.
Όμως, ξέρεις κάτι; Δεν με ένοιαζε, γιατί από εκείνη την ώρα ήσουν δικός μου και εγώ δικός σου.
Σε βάφτισα Στέλιο.
Δεθήκαμε αμέσως και θαύμασα την έκδηλη ευφυία σου. Έμαθες γρήγορα τα ονόματα των παιχνιδιών σου και τις εντολές «κάτσε», «ξάπλωσε», «μείνε».
Όταν ήθελες να βγεις έξω, έσπρωχνες το πόμολο της εξώπορτας με τη μύτη σου.
Πηγαίναμε την πρωινή μας βόλτα και ήσουν τόσο ευτυχισμένος, που ευγενικά άρπαζες το χέρι μου μέσα στο τεράστιο στόμα σου και με έσπρωχνες προς την πόρτα.
Καθόσουν στητός στα 2 πόδια υπομονετικά, για να σου βάλω το λουρί της βόλτας και μετά δρασκέλιζες το κατώφλι με ορμή ανεμοστρόβιλου.
Ποτέ σου δε λογάριασες το απρόθυμο μουρμουρητό μου για τη λαχτάρα της βόλτας που είχες πάντα. Απλά το αγνοούσες.
Με ακούς, Στέλιο;
Μέσα σου υπήρχε ένα μεγάλο πείσμα που δε με πείραζε όσο δε με τραβούσες τόσο δυνατά.
Θυμάσαι την επιστροφή μας από την 1η βόλτα, όταν σε πήγα στον κήπο μας, στον χώρο που προοριζόταν για να παίζουμε;
Παίξαμε «πέτα-φέρε», με ένα πρόχειρο σκοινί δεμένο κόμπο. Από τότε και μετά, όταν έβγαζα το λουρί σου, έτρεχες προς τα εκεί σαν πρωταθλητής στο 100σταρι και περίμενες με στημένα επάνω τα αυτιά και ολάνοιχτα τα μάτια να έρθω, για να ξεκινήσει η μεταξύ μας ιεροτελεστία.
Γάβγιζες δυνατά, όταν μου έλεγες: «Ε! Ακόμα εκεί είσαι;»
Έκανες κύκλους ολόγυρα μου, όταν προσπαθούσα να αρπάξω το σκοινί από τα δόντια σου, αλλά και αυτό ήταν μέρος του παιχνιδιού που τόσο αγαπούσες, ενώ εγώ δεν μπορούσα να σε μαλώσω.
Ξέρεις πόσο πολύ με τρόμαξες μια φορά;
Την πρώτη φορά που ανέβηκες στην αγαπημένη μου πολυθρόνα, με κοίταξες κατάματα, μου έδειξες τα δόντια σου γρυλλίζοντας και η καρδιά μου παλλόταν σαν τρελή μέσα στο στήθος μου.
Εκείνη τη στιγμή δεν είχα καταλάβει ότι με τον τρόπο σου μου έλεγες:
«Έλα πατέρα μην καθυστερείς , είναι ώρα για παιχνίδι» και όταν προσπάθησα να σε αγνοήσω, κάθισες λίγο παραπέρα γαβγίζοντας με αυτόν τον υπόκωφο και μπάσο τόνο της φωνής σου.
Αν συνέχιζα να αδιαφορώ, πήδαγες πάνω στην πολυθρόνα με τα 2 πόδια σου πάνω στην κοιλιά μου και με έγλυφες με αυτήν την τεράστια υγρή σου γλώσσα. «Κάτω αγόρι μου», σου έλεγα αμέσως.
Με ακούς, Στέλιο;
Όταν καθόμουν στην καρέκλα, ξάπλωνες μπροστά μου κοιτώντας με περιστασιακά για να βεβαιωθείς ότι γνώριζα που ήσουν. Μα, φυσικά και ήξερα.
Τότε είχες φθάσει περίπου τα 40 Κγρ. Ποιος μπορούσε να σε αγνοήσει;
Αναστέναζες με αγαλλίαση και μετά μας έπαιρνε και τους δύο ο ύπνος.
Σπάνια με έχανε το βλέμμα σου. Είτε σκάλιζα τον κήπο είτε καθόμουν μπροστά στο computer, ήσουν πάντα στο πλάι μου.
Όταν έσκαβα τα φυτά η μουσούδα σου απείχε λίγα εκατοστά από το φτυάρι και φοβόμουν τόσο πολύ μη σε χτυπήσω, όμως εσύ ήσουν πάντα σε εγρήγορση.
Με εκνεύριζες, όταν γρύλιζες και προσπαθούσες να δαγκώσεις ελαφρά τον αστράγαλο ή να αρπάξεις το πόδι μου, όταν περπατούσαμε παρέα. Όμως, ποτέ δε με τραυμάτισες. Νόμιζες ότι ήταν αστείο που σου φώναζα να σταματήσεις.
Με ακούς, Στέλιο;
Μετά ήρθαν οι μαύρες ημέρες. Έπεσες ξαφνικά σε λήθαργο και δεν ήθελες να τρως.
Ο κτηνίατρος είπε ότι έπασχες από τη νόσο του Lyme και σου χορήγησε αντιβίωση για πολύ καιρό.
Έδειξες να το ξεπερνάς και επανήλθε η όρεξη σου. Όμως, δεν έτρωγες πια την αγαπημένη σου σκυλοτροφή. Αντίθετα, προτιμούσες σπιτικό, μαγειρεμένο φαγητό.
Φυσικά, σε κακόμαθα, αλλά αυτό δε με ενδιέφερε ποτέ. Μου ήταν πολύ εύκολο να φτιάχνω λίγο παραπάνω φαγητό σε καθημερινή βάση. Άλλωστε, είμασταν μία οικογένεια.
Και πάνω που πιστέψαμε ότι ξαναβρήκες τον εαυτό σου, αρνήθηκες και πάλι το φαγητό, ενώ έπρεπε να σε καλοπιάνω για να πιείς λίγο νερό μέσα από τις χούφτες μου.
Με κοίταζες στα μάτια, όχι γιατί δίψαγες πραγματικά, αλλά γιατί ήθελες να με ευχαριστήσεις, όταν παρακαλώντας σου έλεγα:
«Έλα αγόρι μου , άνοιξε το στόμα σου να πιεις λίγο νερό» και τότε μόνο η γλώσσα σου άγγιζε τις μισάνοιχτες παλάμες μου.
Με ακούς, Στέλιο;
Ακόμα και μετά από τόσες εξετάσεις που σου κάναμε, ο κτηνίατρος δεν μπόρεσε να σε γιατρέψει γιατί ήταν σπάνια περίπτωση η ασθένεια σου.
Ήσουν τόσο νέος, μόλις 2 ετών γεμάτος χαρά για τη ζωή.
Το ήξερες αυτό, έτσι δεν είναι; Ήξερες ότι θα ήσουν κοντά μας τόσο λίγο.
Τώρα κατάλαβα γιατί ήθελες τόσο απελπισμένα να φύγεις από το καταφύγιο.
Ήθελες να ρουφήξεις τη σύντομη ζωή σου, στάλα - στάλα.
Στέλιο μου, δεν περίμενα ποτέ ότι θα σε αποχαιρετούσα τόσο γρήγορα.
Δεν άντεχα στη σκέψη να σε «κοιμίσω», όμως δεν σκέφθηκα ούτε στιγμή να λείψω από κοντά σου.
Οι δυο μας συνάψαμε μία υπέροχη σχέση και δε θα σε εγκατέλειπα για τίποτα στον κόσμο, όσο και αν η καρδιά μου ράγιζε από τον πόνο.
Ένιωσες το άγγιγμα μου στο κορμί σου και μήπως άκουσες τον ψίθυρο μου στο αυτί σου, όταν για τελευταία φορά με κοίταξες στα μάτια με ένα βλέμμα γεμάτο παράπονο, γέρνοντας ειρηνικά το κεφαλάκι σου για τον αιώνιο ύπνο;
Αχ, ρε Στέλιο.
Αναρωτιέμαι αν ήταν ξεκάθαρη στα αυτιά σου η κραυγή του ψιθύρου μου που σου έλεγε:
«Αντίο, μονάκριβε μου φίλε.»